-
1 сани
-
2 санки
-
3 санки
санк||имн. разг τό ἔλκηθρο[ν]:кататься на \санкиах κά(μ)νω βόλτες μέ ἔλκηθρο. -
4 возок
-зка α.1. παλ. έλκηθρο κλειστό.2. (διαλκ.) έλκηθρο. -
5 сани
-ей πλθ. χιονολισθητήρας• έλκηθρο•сани ехать на ή в -ях πηγαίνω με το έλκηθρο.
εκφρ.не в свой сани сесть – πιάνω θέση (στηνυπηρεσία, κοινωνία) που δεν αξίζω. -
6 аэросани
το έλκηθρο με ωστική έλικα (αέρος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аэросани
-
7 сани
το έλκηθρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сани
-
8 аэросани
аэросанимн. τό ἐλικοφόρο[ν] Ελκηθρο. -
9 буер
буерм τό ἐλκηθρο μέ πανιά. -
10 гора
гор||аὁκ1. τό ὅρος, τό βουνό:ледяная \гора τό παγόβουνο· кататься с \гораы (на санках) κατηφορίζω μέ τό ἔλκηθρο· идти в гору о) ἀνεβαίνω ἀνήφορο, ἀνηφορίζω, б) перен προκόβω, ἔχω ἐπιτυχίες· идти́ под гору κατεβαίνω, κατηφορίζω·2. перен (куча) ὁ σωρός, ἡ στοίβα, ἡ στιβάς/ τό πλήθος (множество):\гора книг ὁ σωρός βιβλίων ◊ пир \гораой разг τρικούβερτο γλέντι· как \гора с плеч (свалилась) разг ἐβγαλα ἕνα μεγάλο βάρος ἀπό πάνω μου· сулить золотые го́ры разг ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια· стоять \гораой за кого-л., за что-л. ὑπερασπίζω κάποιον, κάτι μ' ὅλες μου τίς δυνάμεις· быть не за \гораами разг γρήγορα, σύντομα· \гора родила мышь τό βουνό κοιλοπονοδσε κ' ἔναν πόντικα γεννοῦσε, ὠδινεν ὄρος ἐτεκεν μῦν за \гораами за долами фольк. δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφήνει. -
11 кибитка
кибиткаж1. (повозка) τό ὀχημα, τό σκεπαστό ἀμάξι, τό σκεπαστό ἔλκηθρο·2. (жилище кочевников) τό τσαντίρι, ἡ σκηνή (τῶν νομάδων) -
12 нарты
нартымн. (ед. нарта ж) τό ἔλκηθρο[ν]. -
13 сани
сан||имн. τό £λκηθρο[ν]:ехать в \саниях, на \саниях πηγαίνω μέ τό ἔλκηθρο· ◊ не в свой \сани не садись посл. μήν φυτρώνεις ἐκεῖ πού δέν σέ σπέρνουν. -
14 нарты
[νάρτυ] ουσ. κληθ. έλκηθρο -
15 сани
[σάνι] ουσ. πληθ. έλκηθρο -
16 санки
[σάνκι] ουσ. πληθ. έλκηθρο -
17 нарты
[νάρτυ] ουσ πληθ έλκηθρο -
18 сани
[σάνι] ουσ πληθ έλκηθρο -
19 санки
[σάνκι] ουσ πληθ έλκηθρο -
20 аэросани
πλθ.ελικοφόρο έλκηθρο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… … Dictionary of Greek
έλκηθρο — το μικρό αμάξι χωρίς τροχούς το οποίο με σταθερούς ολισθητήρες σέρνεται στα χιόνια και στους πάγους από σκυλιά ή ταράνδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
Λάπωνες — (λαπ. Saami). Εθνολογική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους που κατοικούν στο απώτατο βόρειο άκρο της ευρωπαϊκής χερσονήσου, στην ιστορική γεωγραφική περιοχή της Λαπωνίας (βλ. λ.). Πιο συγκεκριμένα, οι Λ. κατοικούν στο βόρειο τμήμα της… … Dictionary of Greek
Πίρι, Ρόμπερτ Έντουιν — (Peary, Κρέσον, Πενσυλβανία 1856 – Ουάσινγκτον 1920). Αμερικανός εξερευνητής. Αφού σπούδασε ναυπηγός, εργάστηκε το 1881 στο σχεδιασμό μιας πλωτής διώρυγας που μελετούσαν να κατασκευάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από τις ατλαντικές ακτές μέχρι τις… … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
έλκυθρο — το βλ. έλκηθρο … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
παγόπλοιο — το έλκηθρο που μοιάζει με μικρή βάρκα εφοδιασμένη με ολισθητήρες και το οποίο κινείται πάνω στον πάγο με πανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πλοίο] … Dictionary of Greek
σκίμπομπ — το, Ν άκλ. χειμερινό άθλημα στο οποίο χρησιμοποιείται ένα οδηγούμενο μονοθέσιο έλκηθρο που είναι συνδυασμός ποδηλάτου και σκι … Dictionary of Greek